- παροδεύω
- Α [οδεύω]1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.)2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.)3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι, προσπερνώ κάτι («τοῑς συνήθως παροδεύουσι τὸν τόπον», Πλούτ.)4. αστρον. πορεύομαι, διέρχομαι ανάμεσα από κάτι («τοῡ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», Πλούτ.)5. μτφ. διάγω, ζω, δαπανώ («τὸν βίον παροδεύοντος», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.